διαχωρητικός

διαχωρητικός
διαχωρητικός
laxative
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαχωρητικός — ή, ό (Α ός, ή, όν) εύπεπτος, ευκοίλιος …   Dictionary of Greek

  • διαχωρητικά — διαχωρητικός laxative neut nom/voc/acc pl διαχωρητικά̱ , διαχωρητικός laxative fem nom/voc/acc dual διαχωρητικά̱ , διαχωρητικός laxative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχωρητικώτερον — διαχωρητικός laxative adverbial comp διαχωρητικός laxative masc acc comp sg διαχωρητικός laxative neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχωρητικῶν — διαχωρητικός laxative fem gen pl διαχωρητικός laxative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχωρητικόν — διαχωρητικός laxative masc acc sg διαχωρητικός laxative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχωρητικαί — διαχωρητικός laxative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχωρητικοῖς — διαχωρητικός laxative masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχωρητικοῖσι — διαχωρητικός laxative masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχωρητικοῖσιν — διαχωρητικός laxative masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχωρητικοί — διαχωρητικός laxative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”